Τη μοναξιά επέλεξα
λίγο να ηρεμήσω,
μ’ έχουν κουράσει τα πεζά
κι ’όλα τα καθώς πρέπει,
ψάχνω να βρω το φάρμακο
που όλα τα γιατρεύει.
Γυρίζω πίσω στα παλιά,
ζωντάνια να αντλήσω,
προσεκτικό το βλέμμα μου
να μην παραπατήσω,
σ’ αναζητώ ακούραστα,
ως πότε θα ρωτήσω.
Χάθηκες σαν δροσοσταλιά
στο πέρασμα του ήλιου,
χάθηκες σαν το σύννεφο
στο πρώτο αεράκι,
άφησες πίσω σου ψυχή
που τρώει το σαράκι.
Κι αν τώρα συλλογίζεσαι
όλα τα καθώς πρέπει
κι αν τώρα ονειρεύεσαι
με άλλα δεδομένα,
οι πόρτες πλέον κλείσανε
για σένα και για μένα.
Κουράστηκαν τα μάτια μου
κι άλλο δεν περιμένουν,
να ψάχνουνε στα σκοτεινά
στον ψυχοφθόρο χρόνο,
την κουρασμένη μου ψυχή
να την φορτώσουν πόνο.
Ευχή σου δίνω από καρδιάς,
ήρεμα να διαβαίνεις,
να περπατάς λεβέντικα,
να ξέρεις να υπομένεις,
μέχρι καινούργια όνειρα
ν’ αρχίσεις να υφαίνεις.