Σαν θυμωμένο σύννεφο που κυνηγά ο αγέρας,
σα χαλασμένο τύμπανο που δεν
γροικά τον ήχο,
τρέχεις, τρέχεις, χωρίς προορισμό, χωρίς πυξίδα,
στο πουθενά, ... για να γλυτώσεις απ' τους ''βαρβάρους''.
Μικρή η άγκυρα σε πέλαγος να δέσει,
βαθειά ανάσα απ' το κυνήγι να κερδίσεις
παράταση ζωής, ... με άγνωστο τέλος.
Ποιός ούριος άνεμος θα σε γαληνέψει
για να γροικάς τους ήχους που λάβωσαν οι αγνώμονες;
Ποια δεύτερη σοφία ''θεϊκή'' θ' αρχίσει τη Δημιουργία;
Βλέπω την ''ανάγκη''
που μετατρέπει τους αγνώμονες σε ευγνώμονες.